ράτζο

ράτζο
το, Ν
βλ. ράντζο (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ράντζο — (I) και ράτζο, το, και ράτζος, ο, Ν πτυσσόμενο, φορητό κρεββάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho]. (II) και ράτζο και ράντσο, το, Ν αγρόκτημα με αγροτική κατοικία στην Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho «μικρή φάρμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”